- ατλατος
- ἄτλατοςἄτλᾱτος2дор. = ἄτλητος См. ατλητος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άτλητος — ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, ον (Α) 1. ο αφόρητος 2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος 3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) τλᾱ , τλήναι] … Dictionary of Greek